- πλαγιάζω
- Ν ΜΑ [πλάγιος](σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.)νεοελλ.1. (ιδίως σχετικά με βρέφη ή μικρά παιδιά) ξαπλώνω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί, κοιμίζω («είναι ώρα να πλαγιάσεις το παιδί»)2. λυγίζω κάτι όρθιο προς τα κάτω (α. «πλαγιάζω το κλήμα» β. «ο αέρας πλάγιασε τα σπαρτά»)3. συνεκδ. συνουσιάζομαι4. ναυτ. τραβώ τους πλαγιαστήρες ισχυρά για να πλεύσω εγγύτατα, αλλ. μπουρινάρωνεοελλ.-μσν.(αμτβ.) κατακλίνομαι ιδίως για ύπνο, πέφτω να κοιμηθώ («ζεστό ψωμί δεν έφαγα, δεν πλάγιασα σε στρώμα», δημ. τραγούδι)μσν.-αρχ.1. σύρω ή στρέφω κάτι προς τα πλάγια2. μτφ. κάνω κάποιον να πάρει εσφαλμένη οδό, παραστρατίζω, εξαπατώαρχ.1. (στην πάλη) ρίχνω κάποιον προς τα πλάγια, με το πλευρό, δίπλα2. κρατώ πλαγίως, λοξά3. διαστρέφω («ὅτι ἐπλαγίασαν ἐπ' ἀδίκοις δίκαιον», Ησίοδ.)4. μεταχειρίζομαι πλάγιους τρόπους, απατηλές μεθόδους5. προσαρμόζω κάτι στις περιστάσεις6. γραμμ. σχηματίζω τις πλάγιες πτώσεις λέξης και, γενικά, κλίνω όνομα ή ρήμα7. (ιδίως παθ.) πλαγιάζομαια) (σε αγώνα με ξίφος) πλήττομαι, δέχομαι χτύπημα από την πλάτη τής λεπίδας τού ξίφους τού αντιπάλουβ) (κατά τον Ησύχ.) «πλαγιάσασθαιπαραλογίσασθαι».
Dictionary of Greek. 2013.